- συναπόλαυσις
- -αύσεως, ἡ, Α [συναπολαύω]η από κοινού ή η επί πλέον απόλαυση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναπολαύσεις — συναπόλαυσις joint enjoyment fem nom/voc pl (attic epic) συναπόλαυσις joint enjoyment fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπόλαυσιν — συναπόλαυσις joint enjoyment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπολαύσεως — συναπολαύσεω̆ς , συναπόλαυσις joint enjoyment fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναπολαύσῃ — συναπολαύσηι , συναπόλαυσις joint enjoyment fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)